Για το ζήτημα των Εξαρχείων

Η αυλαία ανοίγει. Κομπάρσοι και πρωταγωνιστές τοποθετούνται στην σκηνή του μικρού γαλατικού χωριού των Αθηνών, στο κράτος εν κράτει, ή αλλιώς, εκεί που «η εξέγερση» μας συστήνει στον πλουραλισμό των εκφάνσεων του χαρακτήρα της. Στο άβατο, το άσυλο της ανομίας, των ναρκωτικών, των δολοφονιών, των βιασμών, ή μάλλον, στον χώρο που η ανάγκη για την υπέρβαση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων έχει βρει εστία σε μια παράσταση με πολλά σενάρια, γραμμένα από εχθρούς και φίλους.


Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την περιγραφή της ιστορικής πορείας της γειτονιάς των Εξαρχείων για αυτό θα αρκεστούμε σε μια σύντομη περιγραφή με στόχο να ενισχυθεί η διαύγεια στην κατανόηση των γεγονότων. Η θέση της στο κέντρο της μητρόπολης και όντας  περιτριγυρισμένη από πανεπιστημιακές σχολές (νομική, πολυτεχνείο, παιδαγωγικό, ΑΣΟΕΕ) έδωσε στην νεολαία έναν τόπο ώσμωσης εμπειριών και προβληματισμών, οι οποίες μετουσιώθηκαν σταδιακά σε ανατρεπτικό λόγο και δράση.  Άλλοτε ακατέργαστη, ασαφής, αυθόρμητη και άλλοτε (και με την πάροδο του χρόνου) πιο ορισμένη, συμπαγής και οργανωμένη.  Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη αυτής της δυναμικής τάσης πραγματοποιείται σε ξένα χωράφια, εγκλωβισμένη μέσα στο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό πεδίο, όπως αυτό διαμορφώνεται από τον κόσμο του κεφαλαίου.  

Ανεξάρτητα από το βάθος στο οποίο έχουν συλληφθεί οι διάφορες φαντασιακές αναπαραστάσεις των Εξαρχείων, είτε αυτές είναι κτήμα μερίδας της τοπικής κοινότητας: τα Εξάρχεια ως πεδίο ανατρεπτικής ζύμωσης και πειραματισμού, είτε πρόκειται για την κυρίαρχη κρατική, εν τέλη και κοινωνική, αφήγηση: τα Εξάρχεια ως χώρος ηθικής, νομικής και πολιτικής φθοράς, οι υλικές συνθήκες που διέπουν την γειτονιά είναι πολύ συγκεκριμένες. Όπως και οπουδήποτε, η επιχειρηματική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα έχει ως σκοπό την κίνηση και συσσώρευση χρήματος, εμπορεύματος αλλά και ανθρωπίνου δυναμικού. Κατ’ επέκταση δημιουργούνται πυρήνες αντιπαραθετικών συμφερόντων ανάμεσα στα εμπλεκόμενα υποκείμενα, δηλαδή ανάμεσα στα διάφορα αφεντικά μεταξύ τους αλλά και ανάμεσα σε αφεντικά και εργαζομένους. Κάθε συγκρουόμενη δυάδα έχει να προσφέρει το δικό της λιθαράκι στο μωσαϊκό της γειτονιάς όπως το παρατηρούμε σήμερα.


Η απρόσκοπτη κερδοφορία για να μπορεί να συμβαίνει ομαλά θα πρέπει να πραγματοποιείται με πολύ συγκεκριμένους όρους. Ο μινιμαρισμός των αποδοχών σε συνδυασμό με την αυστηρότητα στην απαίτηση για ένα φθηνό, υπάκουο και παραγωγικό δυναμικό είναι ένα πρώτο βήμα. Παράλληλα υπάρχει και η θεαματική προσαρμογή στις ανάγκες τις ζήτησης, η υιοθέτηση του εναλλακτικού ύφους των θαμώνων της για την μεγαλύτερη απορρόφηση πελατών. Το ποσοστό στο οποίο έχει επιτευχθεί αυτό έχει να μας πει πολλά στην συνέχεια αυτής της συζήτησης. Παρόλα αυτά ο ατομικισμός, ο ανταγωνισμός, η ρουφιανιά δεν παύουν να είναι θεμέλια στοιχειά της όλης κατάστασης, τα οποία μάλιστα δίνουν ένα ικανό πάτημα για να μπορεί  τοπική οικονομία να αναπτύσσεται και πέρα από τα όρια του νόμου. 
Η παραοικονομία ήταν ανέκαθεν ζωτικό και αναπόσπαστο κομμάτι της «νόμιμης» οικονομίας, έρχεται να συμπληρώσει το κενό στην συσσώρευση του κεφαλαίου όταν αυτό συναντάει νομικά εμπόδια. Πέρα από το τις φοροδιαφυγές, την μη καταβολή ενσήμων, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος,  επεκτείνεται και στην προμήθεια εμπορευμάτων και υπηρεσιών τα οποία δεν μπορούν να διατεθούν με νόμιμα μέσα. Η παρανομοποίηση των εμπορευμάτων αυτών, ανεξάρτητα από το αίτιο για το οποία αυτά κατέστησαν παράνομα (topic που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει αυτήν την στιγμή), τα καθιστούν «δυσεύρετα» με αποτέλεσμα να είναι αυξημένη η ζήτηση τους. Συνεπώς οι τιμές είναι πολύ υψηλές και το πελατολόγιο μεγάλο και σταθερό, έχουμε έναν δελεαστικό συνδυασμό για να συμπληρωθεί κάθε υγιής επιχειρηματική δραστηριότητα που θέλει να ξεπεράσει τον εαυτό της. 


Το συμπέρασμα ότι η παραοικονομία και η οικονομία είναι ένα συνεχές, συνεπάγεται ότι δεν δύναται να λείπει από καμία γειτονιά, ούτε λοιπόν και από τα Εξάρχεια. Για ποιόν λόγο λοιπόν γίνεται τόσος ντόρος ειδικά για την συγκεκριμένη περιοχή; 
Η παραοικονομία, όπως και η νόμιμη οικονομία, βρίσκονται διαρκώς σε μια αλληλεπίδραση με το τοπικό κοινωνικό σώμα στο οποίο απευθύνονται. Πέρα από το να δημιουργούν ανάγκες, αφουγκράζονται τις ήδη υπάρχουσες και τις οικειοποιούνται για να επιβιώσουν. Έτσι η μορφή που παίρνει η , τουλάχιστον σε θεαματική βάση, μεταβάλλεται από τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Στο Γκάζι, στο Κολωνάκι, στην Γλυφάδα και στην Μύκονο και γενικότερα σε μέρη που συγκεντρώνεται ο καθημερινός ανθρωπάκος, ανεξάρτητα από την ταξική του προέλευση, η παραοικονομία εμφανίζεται εξωραϊσμένη. Τα ναρκωτικά, τα όπλα, η σάρκα διακινούνται από ευπρεπώς εμφανισιακά άτομα, σε ευπρεπείς πολίτες, η προστασία πουλιέται από ευπρεπείς μπράβους. Η διάχυτη ευπρέπεια στους ξυλοδαρμούς, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, η διαπλοκή της με δημόσιες φιγούρες της επιχειρηματικής και πολιτικής σκηνής δεν φαίνεται να συγκλονίζει κανέναν με τον τρόπο που γίνεται στα Εξάρχεια. 


Τα μικροαστικά ένστικτα διεγείρονται εκεί που ο άνθρωπος φλερτάρει με το περιθώριο. Μακριά και πέρα από την πραγματικότητα των ευπρεπών, εκεί που η παραοικονομία έχει πιο ωμή μορφή και στελεχώνεται από όσους δεν κατάφεραν να ταιριάξουν στα εναλλακτικά και μη εργασιακά κέντρα της μητρόπολης. «Το περιθώριο» φροντίζεται να διατηρείται μακριά από «ευαίσθητα» μάτια, για αυτό και παγίωσε την παρουσία εκεί που τελειώνει το άστυ (βλέπε δυτικά προάστια), εκεί δηλαδή που η πολιτεία δεν χρειάζεται να μεριμνήσει για τους ευπρεπείς καταναλωτές με αποτέλεσμα η παραοικονομία να εμφανίζει και τα πιο ωμά και ειλικρινή χαρακτηριστικά της. Τέτοιοι πυρήνες δεν έλειψαν από το κέντρο, εμφανίζονται λιγότερο ή περισσότερο αμυδρά σε εργατικές περιοχές από όπου και το περιθώριο ξεβράζει. Τα Εξάρχεια, σε σύγκριση με τα προηγούμενα κυοφορούν κάποιεςπρόσθετες και σημαντικές ιδιαιτερότητες. Το κεκτημένο από το κίνημα της μη παρουσίας μόνιμων αστυνομικών δυνάμεων, σε μια συγκυρία σκληρού κανιβαλισμού, παρείχε την δυνατότητα στην τοπική παραοικονομία να μπορέσει να γίνει εξωστρεφή πυκνώνοντας, με διακυμάνσεις, την παρουσία της στην περιοχή. Οι διακυμάνσεις αυτές είναι συνέπεια μιας μεταβλητής που έχουμε κάπως αγνοήσει καθ’ όλη την διάρκεια του κειμένου. 


Είναι στατιστικώς επόμενο πως η παρουσία ανταγωνιστικών (παρα)οικονομικών πόλων θα εντείνει και συμπεριφορές κοινωνικού κανιβαλισμού. Έτσι δεν θα λείψουν, ακόμα και από την γειτονιά των εξεγερμένων, περιπτώσεις επιθέσεων σε θαμώνες από μέλη συμμοριών, η δυναμική προστασία των εναλλακτικών διασκεδαστηρίων των τοπικών αφεντικών, οι παρενοχλήσεις, οι παραβιαστηκές συμπεριφορές, οι βιασμοί, τα μαχαιρώματα. Γεγονότα που αν μη τι άλλο εγείρουν το κοινό αίσθημα και το παρακινούν εναντίων τους. Σε άλλες γειτονιές ενεργοποιούνται μικροαστικά ή, αφού μας άρεσε ο όρος, ευπρεπή «ένστικτα» που είτε αποζητούν την επέμβαση του κράτους ή καταλήγουν σε πογκρόμ (αν και θα παραδεχτούμε την ειρωνεία σε αυτόν τον συλλογισμό καθώς η αστυνομία ήταν σταθερά διαπλεκόμενη σε αυτά τα κυκλώματα). Στα Εξάρχεια τα υγιή αντανακλαστικά οργανωμένων πολιτικων πρωτοβουλιών έχουν πολλάκις αναστείλει την δράση τέτοιων ομάδων με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία κάθε φορά. Και αναφερόμαστε σε αναστολή και όχι εξάλειψη για δύο προφανείς λόγους. Πρώτον γιατί είναι παραπάνω από προφανές ότι το «πρόβλημα» όχι απλά παραμένει αλλά εντείνεται και δεύτερον γιατί δεν μπορούμε να νοήσουμε ότι τα αφεντικά θα εγκατέλειπαν μια τόσο κερδοφόρα δραστηριότητα επειδή μια σούμα φαντασμένων ζητάει το αντίθετο. 


Σε αυτό το σημείο μπορούμε να παραδεχτούμε ότι, ίσως και εμείς οι ίδιοι να ταρασσόμαστε περισσότερο όταν όλα αυτά τα σκηνικά λαμβάνουν χώρα στα Εξάρχεια από ότι αλλού. Μια, ίσως ρηχή, ερμηνεία θέλει την πραγματικότητα των Εξαρχείων να μας ξεβολεύει από τον λήθαργο του κεκτημένου συλλογικού φαντασιακού που έχει δομηθεί συνειδησιακά με την πάροδο των 40 χρόνων της ανατρεπτικής πορείας της γειτονιάς. Ένα φαντασιακό όμως που προέκυψε σαν αποτέλεσμα μια παγιωμένης συγκυρίας η οποία διαφοροποιείται σε πολλά σημεία από την τωρινή. Παρατηρούμε ότι ένα κομμάτι του κόσμου που δραστηριοποιείται στην γειτονιά εμφανίζεται μουδιασμένο μπροστά στην έκταση των γεγονότων. Άλλο ένα, ίσως μικρό αλλά δυναμικό, φαίνεται να έχει απορροφηθεί από όλο αυτό, να έχει γίνει κτήμα αυτού του νέου «παιχνιδιού» συσχετισμών που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας. Από τα σπλάχνα αυτού του ιδιαίτερου υβριδίου έχει γεννηθεί μια νέα τάση στον σουρεαλισμό που μπροστά της ο Νταλί θα γονάτιζε. Ψάχνοντας τον «εχθρό» αποκλειστικά στους διακινητές λησμονήσαμε να κοιτάξουμε στο σπίτι μας. Παραδείγματα πολλά. Ενδεικτικά είδαμε “αντιεξουσιαστές” να υπερασπίζονται γνωστό, για τις σχέσεις του με την παραοικονομία των Εξαρχείων αλλά και το κράτος, ξενοδόχο γιατί μια ζαρντινιέρα του έγινε οδόφραγμα . Είδαμε, με αφορμή αυτό, ομάδα μπράβων της περιοχής προσκείμενη στην «αντεξουσία» να απειλεί κατάληψη με επίθεση αν δεν ρουφιανευτούν οι πρωταγωνιστές στα σκηνικά. Είδαμε αυτούς τους μπράβους να επιχειρούν την επιβολή της μη-πολιτικοποίησης κατάληψης μεταναστών με απειλές για επιθέσεις, μια προσπάθεια να μετατραπούν οι καταλήψεις στέγης σε συμπλήρωμα της κρατικής διαχείρησης των μεταναστευτικών ροών. Έτσι ένα αποπολιτικοποιημένο σώμα, χωρίς χαρτιά, να γκετοποιείται στα εξάρχεια και ανήμπορο να διαχυθεί στον κοινωνικό ιστό, τροφοδοτεί (σε κάποιο ποσοστό) τα παρααφεντικά των εξαρχείων. Είδαμε αυτές τις ομάδες, με νέους φίλους, μέχρι και στην εκκένωση κατάληψης μεταναστών με πολιτική επικάλυψη μερική και αναντίστοιχη της αναληφθείσας δράσης, από την οποία αναδύθηκαν έντονες καχυποψίες και ερωτήματα. Γενικότερα, φαίνεται πως οι ζωντανές κοινότητες στην γειτονιά έχουν αποστασιοποιηθεί από τον δημόσιο χώρο, παραχωρώντας τον σε, ενίοτε εχθρικά, λούμπεν στοιχεία, ενώ παράλληλα φαίνεται πως βρίσκει καταφύγιο, αντ’ αυτού, στα τριγύρω μαγαζιά. Σε αυτό το σημείο να αποσαφηνίσουμε ότι δεν υπονοούμε ότι τα λούμπεν στοιχεία είναι a priori εχθρικά, αλλά όπως και ο καθένας, είναι στο επίπεδο που έχει αναγνωρίσει τα συμφέροντα του (με όλες τις ιδεολογικές συνεπαγωγές που συμπεριλαμβάνονται) σε σύμπλευση με αυτά των τοπικών αφεντικών.


Η σταθερή παράμετρος. Σε αυτό το σημείο είναι αδύνατον να μην αναφερθούμε στο μεγαλύτερο παράσιτο που ταλανίζει την γειτονιά, το κράτος. Πάγια κρατική στρατηγική ήταν η μεταφορά των πιατσών του κέντρου στην γειτονιά με σκοπό την υποτίμηση της. Εδώ όμως θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις λέξεις. Η έννοια της υποτίμησης εξ ορισμού είναι μια έκφραση σύγκρισης, προϋποθέτει λοιπόν ένα σύστημα αναφοράς. Η επιδίωξη της υποτίμησης, επίσης προϋποθέτει ένα αίτιο. Η υποτίμηση αυτή εμφανίζεται από το κράτος σαν την απόκλιση, όπως αυτή μεταβιβάζεται έξω από τα Εξάρχεια με την μορφή θεάματος, από την μικροαστική νόρμα μιας φιλήσυχης γειτονιάς. Αυτή η μεταβίβαση της υποτίμησης ομογενοποιεί εσκεμμένα την δράση της παραοικονομίας με την δράση του πολίτικού κόσμου της γειτονιάς. Οι επιθέσεις σε θαμώνες, τα μαχαιρώματα, η διακίνηση ναρκωτικών και σωμάτων μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι με της ζωτικής σημασίας κινήσεις άμεσης δράσης, των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής, του ενεργού κόσμου των καταλήψεων, των οργανώσεων κλπ. Πράξεις κοινωνικού κανιβαλισμού υπάρχουν αποφευκτά σε κάθε γωνιά της μητρόπολης, η εμονική επιλεκτικότητα όσον αφορά τα Εξάρχεια προδίδει κάποιες σημαντικές σκοπιμότητες. Η υποτίμηση για την οποία κάνει λόγο το κράτος καταλήγει στην πτώση της, ας μας επιτραπεί ο αυθαίρετος όρος, «εμπορικής αξίας» της γειτονιάς. Πράγμα που σε συνδυασμό με τα πλάνα ανάπλασης (μετρό στην πλατεία κλπ.) αναγάγει την γειτονιά σε μια πολλά υποσχόμενη οικονομική όαση για μικρά, μεσαία αλλά και μεγάλα, ντόπια και μη, αφεντικά. Η ανάπλαση αυτή όμως έχει, όπως και στο παρελθόν να αντιμετωπίσει ένα πολύ σημαντικό αντίπαλο, την ανατρεπτική πολιτική κουλτούρα και των ενεργό κόσμο της γειτονιάς. Έτσι πατώντας πάνω στα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού, που το ίδιο το σύμπλεγμα κράτους-κεφαλάιου γεννάει, κατασκευάζει τους κατάλληλους ενόχους και μαζί με αυτούς και μια πολύ καλή αφορμή για να τους καταστείλει. Όπως ακριβώς κάνει και με τους ριζοσπαστικούς πυρήνες σε άλλες γειτονιές ή μέσα στις σχολές των πανεπιστημίων. Για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκούν από πλευράς του κράτους απλά σποραδικές αστυνομικές επιχειρήσεις, αλλά έξυπνος χειρισμός και βαθιά γνώση του αντιπάλου. Η καταστολή θα φανεί χρήσιμη μόνο όταν θα συμπληρωθεί το σκηνικό της κοινωνικής και πολιτικής απονομιμοποίησης και εγκατάλειψης του φαινομένου «Εξάρχεια». Όσο για τις μαφίες; Ξεκινήσαμε αυτήν την ανάλυση λέγοντας πως η παραοικονομία όπως και η οικονομία αλλάζουν μορφή ανάλογα με της ανάγκες της αγοράς που υπόκεινται. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι ο ωμός και επιθετικός χαρακτήρας του παράνομου κεφαλαίου στα Εξάρχεια, δεν θα χαθεί διόλου από την γειτονιά όσο κάποιοι κερδίζουν από αυτόν. Μπορούμε να προβλέψουμε, όμως, ότι μια ανάπλαση της γειτονιάς, η εναλλακτική προέκταση του Κολωνακίου,  στο «σπίτι» μας θα οδηγήσει σε νέα δεδομένα ζήτησης για την παραοικονομία. Μαζί με τον εξευγενισμό της εικόνας των Εξαρχείων θα εξευγενιστεί και το παράνομο κεφάλαιο για να ταιριάζει στις νέες θεαματικές ανάγκες τις αγοράς.


Δείξε μου τον εχθρό σου να σου πω ποιος είσαι. Η κινηματική δραστηριότητα απέναντι στις ναρκοπιάτσες και ότι αυτό ακολουθεί είναι αποτέλεσμα της δυσφορίας που προκύπτει από την κινηματική σύλληψη της υποτίμησης. Σε αντιπαραβολή με την κρατική έννοια της υποτίμησης εδώ δεν έχουμε ομοιομορφία στις αναλύσεις και στα συμπεράσματα, πράγμα που απαιτεί ωριμότητα στην ανάλυση των αιτίων αλλά και στα συμπεράσματα που θα προκύψουν. Αρχικά, μπορούμε να αντιληφθούμε σαν υποτίμηση το γεγονός ότι ο κόπος με τον οποίο κατάφερε να κερδηθεί ο μινιμαρισμός της αστυνομικής παρουσίας στην γειτονιά, μετατρέποντας της σε άσυλο πειραματισμού λόγου και πράξης, εκπίπτει στην αντικατάσταση της αστυνομίας με το παράτυπο κράτος των μαφιών. Τα Εξάρχεια αφήνονται βορά στον, στρατιωτικού τύπου, έλεγχο των μαφιών. Σε δεύτερο χρόνο είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε αν πέφτουμε και εμείς, με τον τρόπο μας, στην παγίδα της εικόνας. Αν μας προκαλεί δυσφορία η όψη εξαθλιωμένων ανθρώπων, τοξικοεξαρτημένων, φρικιών κλπ και όχι οι επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής των κατοίκων, όπως αυτό διεκδικείται από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις που δρουν στον χώρο, μάλλον θα πρέπει να διερευνήσουμε αν στα κίνητρα μας αναδύονται μικροαστικά κατάλοιπα. Ή τουλάχιστον αυτό προδίδουν κάποιες σπασμωδικές δράσεις ομαδοποιήσεων του α/α χώρου που αρκέστηκαν στην στοχοποίηση της βάσης της πυραμίδας, (μικρο)διακινητές μετανάστες κλπ. ενώ αφήνονται στο απυρόβλητο μεγαλύτερης σημασίας στόχους. Με αυτό δεν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι ο τελευταίος τροχός της αμάξης είναι άμοιρος ευθυνών, άρα και των αντίστοιχων συνεπειών που κυοφορούν αυτές οι ευθύνες, παρόλα αυτά οφείλουμε πέρα από το δέντρο να κοιτάμε και το δάσος.


Ευφυΐα είναι η ικανότητα να προσαρμόζεσαι στην αλλαγή. Έτσι και εμείς πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα κουβαλώντας, παρόλα αυτά, την ιστορική εμπειρία που έχουμε προσκομίσει από τις εξεγερμένα πειράματα του παρελθόντος. Η ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κανιβαλισμού ήταν πάντα απόρροια της μεταβολής των τοπικών κοινωνικών συνθηκών. Έτσι, αν και δυστυχώς υπονοείται ότι δεν θα ξεμπερδέψουμε σύντομα από αυτόν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι προηγείται σε έναν βαθμό η κοινωνική προσέγγιση του προβλήματος. Δηλαδή η ιστορία έχει δείξει ότι οι ενεργές κοινότητες είναι αυτές που πρέπει να βγούνε στο προσκήνιο για να την «επαναοικειοποίηση» της γειτονιάς με κοινωνικούς όρους. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τους δημόσιους χώρους, να τους δώσουμε ζωή. Κανείς δεν θα έχει τίποτα να φοβηθεί στα Εξάρχεια που σφυρίζουν από ζωή και δημιουργικότητα αντί για την σήψη της στείρας κατανάλωσης, είτε αυτή λέγετε εναλλακτικό μαγαζάκι είτε ναρκωτικά. Υπάρχει η αναγκαιότητα να ξαναβγεί στο προσκήνιο η κοινότητα των ανθρώπων, κάτοικων και μη, οι οποίοι οφείλουν να αντιληφθούν στην ολότητα του το πρόβλημα και να στοχοποιήσουν τους υπαίτιους με την πληρότητα των μέσων που διαθέτουν. Από τις συλλογικές προβολές, συζητήσεις, αράγματα στους δημόσιους χώρους μέχρι και τις πιο βίαιες συγκρούσεις με τα αφεντικά και τα τσιράκια τους είτε αυτά είναι νόμιμα είτε όχι. Γιατί ο μιλιταρισμός, ως μέσο, παγιδεύεται στην μερικότητα του όταν δεν είναι προϊόν της αναγκαιότητας των καταστάσεων και αν δεν συνοδεύεται από μια συνολική κοινωνική κίνηση και vice versa.


Η μαφία ως κομμάτι το καπιταλισμού, είναι κάτι παραπάνω από μια ιεραρχικά και στρατιωτικά οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με σκοπό το κέρδος, είναι κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε στην ολότητα του. Πρόκειται για το πιο απογυμνωμένο και επιθετικό προσωπείο των αφεντικών το οποίο δεν φαίνεται να λογοδοτεί σε κανέναν. Έτσι και εμείς ως καταπιεσμένοι, εργαζόμενοι, εργάτριες πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις κάθε είδους μαφίες ως επιθετικές απέναντι στα ίδια μας τα συμφέροντα και να φροντίζουμε αυτή η επιθετικότητα να παίρνει τρόπο και τόπο. Να είναι εμφανές στον κάθε καλοθελητή ότι αντιπαλότητα αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την διατήρηση ενός ζωηρού προλεταριάτου που ξέρει να απαιτεί και να κερδίζει ότι του ανήκει. Τον κόσμο όλο…


ΜΑΦΙΟΖΟΙ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΙΚΑ ΣΤΟΥ ΠΗΓΑΔΙΟΥ ΤΟΝ ΠΑΤΟ

Leave a Reply