Ο επισιτισμός είναι ένας κλάδος που θρέφει πολλές κοιλιές με κάθε έννοια. Ένας κλάδος με πολύ δουλειά, λίγα λεφτά, λίγα ένσημα, πολύ κανιβαλισμό, πολλές απλήρωτες ώρες δουλειάς και πολλούς μαλακοπελάτες. Οι εργασιακές συνθήκες πάνω κάτω είναι οι ίδιες σε κάθε μαγαζί, μισά ένσημα, κατώτατος μισθός, κάποιες φορές δώρα και πάντα… πολύ δουλειά. Δεν θα μιλήσουμε ξανά για τις εργασιακές συνθήκες. Θα μιλήσουμε για τα ρουφιανάκια.
Σε κάθε μαγαζί υπάρχει κάποιος/α που θέλει να δίνει την εντύπωση ότι κάνει κάτι πολύ γαμάτο. Ασχολείται με τον επισιτισμό επειδή είναι (σχετικά) εύκολο να σε προσλάβουν αφού κάνεις δουλειά ανειδίκευτου εργάτη και βασικά χρειάζεται να είσαι γρήγορος,ανεκτική και καθαρός. Επομένως για να εξασφαλίσει πως θα μείνει στο μαγαζί γίνεται τα αυτιά κ’ τα μάτια του αφεντικού, όταν αυτό δεν είναι εκεί. Πώς γίνεται όμως να παίρνετε και οι δύο 3κ60, εσύ να σιχτηρίζεις που παραδίδεις ταμείο ίσο με τον μισθό σου και παραπάνω σε μια μέρα και αυτός να γουστάρει? Κανμία από εμάς δεν θέλει να φανταστεί το μέλλον του στο εκάστοτε κάτεργο ,στο ίδιο ανούσιο πόστο,αλλά ούτε ο ρουφιάνος μας θέλει την ίδια ζοφίλα, θέλει ανέλιξη .
Ο ρουφιάνος θέλει το μαγαζί να πηγαίνει καλά γιατί νιώθει πως είναι ζωτικό κομμάτι του. Αν το μαγαζι πηγαινει καλά, τότε και εκείνη τα πηγαίνει καλά με το αφεντικό και έπειτα είναι θεμα χρόνου να γίνει υπεύθυνος βάρδιας or something. Αυτό μπορεί και να σημαίνει λίγα παραπάνω λεφτά (μπορεί και όχι) σίγουρα όμως παραπάνω «κύρος».
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ένας ρουφιάνος δεν είναι τέρας, είναι απλά άλλος ένας χρήσιμος ηλίθιος και θα αργήσει να το καταλάβει(αν το καταλάβει ποτέ). Δεν έχει ταξική αντίληψη -χωρίς αυτό να σημαίνει οτι οι υπόλοιποι συνάδελφοι έχουν-ούτε τα «θέλω» για τηδιεκδίκηση του κάτι παραπάνω. Φιλάει το χέρι που τον ταΐζει ,και ας τον ταΐζει λίγο. Η συμφιλίωση με την πραγματικότητα, το ιδεώδες της εργασιακής ανέλιξης που φυτεύουν μέσα μας από τη σχολική ηλικία, οι ευσεβείς πόθοι της οικογένειας να γίνεις μεγάλος/η και τρανός/η, καθώς και το πρόγραμμα της κανονικότητας που πρέπει να φέρεις εις πέραν στην ζωη σου (σπίτι, αμάξι, γυναίκα/άντρας,παιδιά) είναι ένα ζευγάρι παροπίδες που έχει δεμένες σφιχτά γύρω απ’τα μάτια του. Αυτά όμως δεν το δικαιολογούν, οι περισσότερες, αν όχι όλες, μεγαλώσαμε με τα ίδια καπιταλιστικά πρότυπα και όλοι όταν βγαίνουμε στον χώρο εργασίας τρώμε ένα χαστούκι από την πραγματικότητα .Έπειτα απο αυτό κάποιοι επιλέγουν να ανέβουν τον λόφο με τα πτώματα για να φτάσουν στην «Βαλχάλα», κάποιες με το περασμα το χρόνου συμβιβάζονται , κάποιοι ασφυκτιούν στην ιδέα πως θα τροφοδοτούν την ροη της κανονικότητας και με τον καιρό αποδομούν το παραμύθι της εργασιακής ουτοπίας που τους υποσχέθηκαν και τελος κάποιες κανουν ενα βήμα παραπάνω και οργανώνονται ταξικά.
Ταξικούς αγώνες και αλληλεγγύη με τους συναδέλφους μας δεν κάνουμε επειδή είμαστε «χαλαρά τυπάκια», κάνουμε γιατί βαδίζουμε στον ίδιο βούρκο και αν δεν κρατιόμαστε μεταξύ μας, θα καταπιεί τον καθέναν και την καθεμία μας μόνο-μόνη.