86χρονος αντιπτέραρχος πυροβολεί τη 56χρονη γυναίκα του η οποία είναι βουλγαρικής καταγωγής. Η γυναίκα τραυματισμένη και ετοιμοθάνατη ανοίγει τη πόρτα σταθμευμένου ταξί και ζητάει βοήθεια. Ο ταρίφας την διώχνει και εκείνη πεθαίνει λίγα μέτρα πιο πέρα. Παράλληλα ο 86χρονος αυτοκτονεί.
Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που δολοφονήθηκε η Ελένη Τ. και η ελληνική κοινωνία συνεχίζει ακάθεκτα να σιωπά για τη βία κατά των γυναικών, που ακραία (αλλά όχι σπάνια) μορφή της είναι και η γυναικοκτονία. Συνεχίζει να ψάχνει δικαιολογίες για καθάρματα όπως ο 86χρονος, όπως οι 2 της Ρόδου, δικαιολογίες για τους θύτες και ποτέ για τα θύματα, δικαιολογίες που έχουν ξεκάθαρη αφετηρία και τέρμα – την ομαλή συνέχιση της πατριαρχικής ορθόδοξης ελληνικής κοινωνίας.
Για το συμβάν τώρα, η γειτονιά πρώτα και μετά η κοινή γνώμη αποφάνθηκαν: «Μαλώνανε συχνά, τον είχε πιέσει η Βουλγάρα για γάμο και μετά του φερόταν βίαια, ξέρετε τώρα πως είναι αυτές, πόσα να αντέξει ο άνθρωπος, τρελάθηκε». Γιατί ο 86χρονος ως έλληνας άντρας (και αντιπτέραρχος μάλιστα) ένιωθε πως έχει κάθε δικαίωμα να σκοτώσει τη γυναίκα του λόγω της αντρικής υπεροχής και επιβολής του πάνω στο σώμα και τη ζωή της, γιατί κάθε γυναίκα που δεν μπαίνει στα μικροαστικά καλούπια πρέπει να τιμωρείται και αν αντισταθεί να εκτελείται. Στην τελική αυτή πάντα φταίει, αυτή που τον πίεζε, αυτή που δεν ανεχόταν κάθε του επιταγή, αυτή που δεν αναγνώριζε το ρόλο που αυτός και η πατριαρχική κοινωνία της είχε ορίσει.
Πάμε τώρα στον ταρίφα. Στον «καθαρό» επαγγελματία που όλο χαμόγελο και πονηριά δηλώνει στα media περήφανα : «Η κυρία μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο να τη σώσω μέσα στα αίματα. Τη ρώτησα “Τι κάνετε κυρία μου;” Μου απάντησε: “Με σκότωσε. Με σκότωσε”. Βγήκα έξω από το αυτοκίνητο, άνοιξα την πόρτα και της είπα κυρία μου περάστε έξω. Άκουσα δυο πυροβολισμούς και τίποτα άλλο. Ο άντρας ήταν στο σπίτι δεν τον είδα. Εσείς στη θέση μου τι θα κάνατε; ». Αυτό που μένει απ’ τις αρχικές δηλώσεις του, γιατί μετά τη κατακραυγή μετάνιωσε (sic), είναι ότι εντάξει άλλη μια γυναικά νεκρή είναι, δεν τρέχει και ζήτημα, δεν είναι και κάτι το τόσο σπουδαίο ώστε να λερώσω το αμάξι μου, ούτε να τρέχω τώρα σε νοσοκομεία και αστυνομίες. Φυσικά, το μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυραίων θα αντιδρούσε με παρόμοιο τρόπο, οπότε οι δηλώσεις του δεν ξένισαν και πραγματικά πολλούς. Μετά τη κατακραυγή από κάποιους όμως και τις υποτιθέμενες απειλές δήλωσε: «Είναι άδικο, έχω οικογένεια, έχω κόρη… λαμβάνω απειλητικά μηνύματα. Όλα έγιναν γρήγορα, μπήκε στο ταξί, τότε είδα τα αίματα. Μέχρι να καταλάβω τι έγινε ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Φοβήθηκα. Η γυναίκα έγειρε και έπεσε έξω από το αυτοκίνητο. Δεν θα έλεγα ότι μετανιώνω, θα έλεγα λυπάμαι που δεν κατάλαβα ότι ήταν ένα ενδοοικογενειακό θέμα, αλλιώς θα έμπαινα μπροστά στην κυρία να την προστατεύσω». Και οι δύο δηλώσεις του μας προκαλούν αηδία, η πρώτη για την άνεση απέναντι στις γυναικοκτονίες και η δεύτερη για την υποκρισία της.
Πάμε τώρα στη κοινωνία στη οποία απευθύνεται ο ταρίφας και ρωτάει τι θα έκανε. Θα έκανε ότι κάνει και τώρα, τα στραβά μάτια. Γιατί μιλάμε για την ίδια κοινωνία που συναίνεσε στη δολοφονία του/της Ζακ/Zackie Oh!, που το ’95 δικαιολογούσε τον «βασανισμένο» δολοφόνο των 13 ιερόδουλων : «Είχε δύσκολη παιδική ηλικία, ο πατέρας του τον έδερνε, αλλά η μάνα του φταίει που εξαναγκάστηκε στην πορνεία και του δημιούργησε τέτοιο μίσος», σε όλους και όλες αυτές που μαζεύουν τις τσάντες τους όταν περνάνε δίπλα τους τοξικοεξαρτημένες ή μετανάστες, που σιγοτραγουδούν το μακεδονία ξακουστή, που ευαγγελίζονται τον σκάι και τις ειδήσεις των 8.
Ε,λοιπόν εμείς απέναντι σε όλους αυτούς, φωνάζουμε για κάθε Ελένη Τ., για κάθε ιερόδουλη, για κάθε σύζυγο που σιώπησε χωρίς τη θέλησή της, για κάθε γυναίκα που δε «χωράει» στα καλούπια τους. Και απαντάμε στον εν λόγω ταρίφα και κάθε υποστηρικτή, απολογητή του ότι εμείς δε μπαίνουμε στη θέση του, γιατί για μας κάθε μία μετράει, κάθε απώλεια μας συσπειρώνει και μας οργίζει. Όσοι σηκώνουν χέρι και οπλίζουν, όσοι κανονικοποιούν με τη στάση τους τη βία κατά των γυναικών, όσοι σιωπούν στο «Εσείς τι θα κάνατε;», θα μας βρουν απέναντί τους!