Έβρος , Λέσβoς και κλασσικά εθνικά παραμύθια

Τον τελευταίο καιρό ερχόμαστε ξανά αντιμέτωπες με το πρόσωπο του δολοφονικού ελληνικού ρατσισμού. Η φύλαξη το συνόρων ανάγεται σε ιερό καθήκον κάθε έλληνα ο οποίος με πάθος σπεύδει να την υπερασπιστεί. Άλλωστε η συγκυρία συνδυάζει τα δυο του αγαπημένα συστατικά: αντιτουρκισμό και αντιμεταναστευτική πολιτική. Σε καμία περίπτωση δεν πέφτουμε από τα σύννεφα, δεν θεωρούμε αυτήν την στιγμή σαν εξαίρεση που οφείλεται στην δεξιά πολιτική μιας συντηρητικής κυβέρνησης. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να ξεπλένουμε τις πολιτικές της προηγούμενης υποτιθέμενα αριστερής κυβέρνησης που ήταν το ίδιο υπεύθυνη για θανάτους μεταναστ(ρι)ών. Αντίθετα, την αντιλαμβανόμαστε σαν ένα κομμάτι της κρατικής συνέχειας και σαν ένα ακόμη δείγμα του ρατσισμού του καθημερινού έλληνα νοικοκυραίου. Για ακόμη μία φορά η ελλάδα παρουσιάζεται σαν θύμα ενώ τόσο το φάντασμα της τουρκίας όσο και οι ίδιοι οι μετανάστες ως θανάσιμη απειλή.

Κάθε έθνος προκειμένου να διατηρήσσει την φαντασιακή του ταυτότητα χρειάζεται την ετερότητα, το εθνικό Άλλο προκειμένου να οριστεί ως το αντίθετο του. Ταυτόχρονα, χρειάζεται και αφηγήσεις που να δίνουν στο έθνος την ψευδαίσθηση της διαχρονικότητας και της συνέχειας. Γνωρίζουμε καλά ότι η σύσταση του ελληνικού κράτους σήμαινε εκκαθαρίσεις και πογκρόμ Εβραίων, Μακεδόνων, Μουσουλμάνων, Ρομά, Τούρκων κλπ. που σκοπό είχαν να επιτευχθεί μια σχετική εθνική ομοιογένεια στον ελλαδικό χώρο, το άγχος για την όποια ακόμη υπάρχει στους αντιμεταναστευτικούς λόγους. Αυτή τη λογική μίσους την έσπειρε το ελληνικό κράτος για να επιβάλει τα δικά του ήθη και έθιμα,τη δική του θρησκεία καθώς και τη δική του γλώσσα στην περιοχή ώστε να κοπούν σκέψεις για εξεγέρσεις ή επιδρομές απο “μειονότητες” και από τα γύρω κράτη. Και όλα αυτά σε μια εποχή που οι ίδιοι οι έλληνες αποτελλούσαν μειονότητα.

Γενικά, βλέπουμε ότι όταν ο έλληνας μιλάει φιλελεύθερα και θέλει να ταυτιστεί με το νεωτερικό πρότυπο του ευρωπαίου μιλάει για απολίτιστους, βάρβαρους μουσουλμάνους. Με έναν δήθεν φιλειρηνικό προσωπείο μιλάει για τζιχαντιστές, ξεπλένοντας τη δολοφονική πολιτική του δικού του κράτους. Άλλες φορές μιλάει για καταπιεστές ισλαμιστές που αναγκάζουν τις γυναίκες να φορούν μαντήλες στην προσπάθεια του να ξεπλύνει τον δικό του μισογυνισμό και ανίκανος να αντιληφθεί τις εννοιολογήσεις που δίνονται σε καταστάσεις και αντικείμενα από υποκείμενα έξω από τη Δύση. Καμιά φορά βέβαια στο όνομα του ευρωπαικού ανθρωπισμού μιλάει για θυματοποιημένα ανθρώπινα όντα που χρήζουν προστασίας καθώς και μιας εκπαίδευσης ώστε να ασπαστούν τον δυτικό πολιτισμό, να ξεφύγουν από την «βαρβαρότητα» και να καταφέρουν να αφομοιωθούν. Παρόλα αυτά, ακόμη και σε αυτή την ρατσιστική αλλά πιο «πολιτισμένη» ρητορική υπάρχει το αίτημα για ολιγοπληθείς μεταναστευτικές ροές προκειμένου να μπορέσει να επιτευχθεί αυτή η ανθρωπιστική διαχείριση. Όταν πάλι o έλληνας μιλάει πατριωτικά σπεύδει να γίνει αρωγός ενός «διαχρονικού» και «μνημειώδους» ελληνικού παρελθόντος. Με ιστορικές αφηγήσεις που συνδέουν αυθαίρετα υποκείμενα, πολιτισμούς ,θρησκείες που απέχουν αιώνες δημιουργεί ένα συνονθύλευμα που αποκαλεί ελληνική ιστορία και αυτοανακηρύσσεται συνεχιστής της. Εδώ μπορείς να βρεις τον έλληνα να ταυτίζεται με διάφορες φιγούρες όπως τον Περικλή, τον Μέγα-Αλέκο, τον Κολοκοτρώνη και (γιατί όχι ; ) τον Αρη Βελουχιώτη. Άλλες φορές πάλι χρησιμοποιεί άλλους μύθους για να πλαισιώσει τη ρατσιστική του δράση επικαλούμενος την υποτιθέμενη εγκληματική φύση των μεταναστών τους οποίους παρουσιάζει σαν κλέφτες, δολοφόνους ή και βιαστές. Σε κάθε περίπτωσηση οι μεταναστευτικές ροές αποδίδονται με όρους μιάσματος, ως μικρόβιο που έρχεται να μολύνει ποικιλοτρόπως τον εθνικό κορμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται ότι αυτό το μικρόβιο το στελνει η τουρκία και ως τέτοιο σπεύδουν να το εξολοθρεύσουν. Βλέπουμε, λοιπόν, την ανθρώπινη υπόσταση των μεταναστ(ρι)ών να μετατρέπεται σε γυμνή ζωή, που ο θανατός της, ο εγκλεισμός της, ο βασανισμός της δεν έχουν καμία σημασία. Επενδυμένο, λοιπόν, με όλες αυτές τις θεωρήσεις (και με ακόμη παραπάνω) «το μεταναστευτικό πρόβλημα» δίνει πάτημα στον καθημερινό ελληνά να προστατεύσει με όποιον τρόπο θεωρεί κατάλληλο τον εθνικό κορμό, δηλαδή ακόμη και με δολοφονίες.

Από την άλλη, βλέπουμε τον «κακό Ερντογάν» και τον αιώνιο θα λέγαμε εχθρό της ελλάδας την τουρκία. Η θεαματική προβολή των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τα ΜΜΕ βάζει και πάλι την ελλάδα στη θέση του θύματος ερμηνεύοντας κάθε τούρκικη παρουσία ακόμη και σε διεθνή εναέριο χώρο ή ύδατα ως απειλή. Πολλές, βέβαια, από τις αποκαλούμενες παραβάσεις ερμηνεύονται ως τέτοιες μόνο με τις λογικές που θέλουν όλο το αιγαίο ελληνικό, κάτι που ναι μεν είναι επιδίωξη του ελληνικού κράτους αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.Η προβολή μάλιστα του Ερντογάν σαν παρανοικό δικτάτορα δίνει στους αντιτουρκικούς λόγους μια εσάνς δημοκρατικής αντίστασης στον φασισμό. Με αυτές,λοιπόν, τις ρητορικές η ελλάδα παρουσιάζεται σαν μια αδύναμη χώρα που τις επιβάλλονται συνεχώς ξένα συμφέροντα,έτσι , αποκρύπτεται ο ρόλος που παίζει σε πολεμικές συρράξεις στην ανατολή και γενικότερα η δολοφονική υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων. Άλλωστε, οι ελληνικές πολεμικές αποστολές προς την Τουρκία ανέκαθεν επενδύονταν με λόγους που θέλαν τους έλληνες νόμιμους δικαιούχους τουρκικών εδαφών (πχ. Μεγάλη Ιδέα). Εξάλλου το φάντασμα της τουρκίας και η ενδεχόμενη επιθεσή της είναι εκεί γιατί χρησιμεύει στο να στοιχειώνει και να απειλεί. Η πολυπληθής “επιθετική” τουρκία στέκεται σαν το κύριο συστατικό στοιχείο λόγων περί δημογραφικού, καλώντας τις γυναίκες στη ελλάδα να γεννάνε ακόμη περισσότερο και να μην κάνουν εκτρώσεις μετατρέπωντας τα σωματά τους σε εθνικές αναπαραγωγικές μηχανές και στερόντας τους την αυτοδιάθεση τους. Στέκεται σαν απειλή για οποιοδήποτε κίνημα εντός της χώρας αφού η ενδεχόμενη σύρραξη θέλει τους έλληνες ενωμένους. Στέκεται εκεί για να δικαιολογίσει την υποχρεωτική στρατιωτική θυτεία καθώς και πολλές άλλες κρατικές πολιτικές για τις οποίες είθισται να επικαλούνται μια υποτιθέμενη κατάσταση εξαίρεσης και έκτακτης ανάγκης.

Όλες αυτές ο αφηγήσεις αποσκοπούν στην εθνική ενότητα, δηλαδή σε μια φαντασιακή σύνδεση που θολώνει τις ταξικές σχέσεις εντός των υποκειμένων που συγκαταλέγονται στο έθνος και δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ότι αφεντικά και εργάτ(ρι)ες έχουν κοινά εθνικά συμφέροντα. Παράλληλα, η εργατική τάξη εμπλουτίζεται με ένα νεοφερμένο (ημι)παρανομιμοποιημένο εργατικό δυναμικό το οποίο χάρη σε αυτήν την απονομιμοποιημένη του κατάσταση εργάζεται σε άθλιες συνθήκες με μηδαμινούς μισθούς. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η τωρινή κατάσταση στον Έβρο, στη Λέσβο και όπου αλλού αντικατοπτρίζει την ελληνική ρατσιστική πραγματικότητα, δηλαδή τις δολοφονικές πρακτικές που επενδυμένες με το προφίλ του «αδικημένου» και «εξεγερμένου» έρχονται να υπερασπιστούν τους κρατικούς σχεδιασμούς.

Leave a Reply